απαλλακτικός

απαλλακτικός
κ. απαλλαχτικός, -ή, -ό (Α ἀπαλλακτικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από κάτι («ἀπαλλακτικό βούλευμα», «ἀπαλλακτική απόφαση»)
αρχ.
κατάλληλος για θεραπευτική αγωγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απαλλακτικός — απαλλακτικός, ή, ό και απαλλαχτικός, ή, ό αθωωτικός: Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απαλλακτική για τον κατηγορούμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαλλακτικός — fit for ridding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλακτικά — ἀπαλλακτικός fit for ridding neut nom/voc/acc pl ἀπαλλακτικά̱ , ἀπαλλακτικός fit for ridding fem nom/voc/acc dual ἀπαλλακτικά̱ , ἀπαλλακτικός fit for ridding fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλακτικώτερον — ἀπαλλακτικός fit for ridding adverbial comp ἀπαλλακτικός fit for ridding masc acc comp sg ἀπαλλακτικός fit for ridding neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλακτικόν — ἀπαλλακτικός fit for ridding masc acc sg ἀπαλλακτικός fit for ridding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλακτικούς — ἀπαλλακτικός fit for ridding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλακτική — ἀπαλλακτικός fit for ridding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλακτικήν — ἀπαλλακτικός fit for ridding fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλακτικῶς — ἀπαλλακτικός fit for ridding adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολυτικός — ή, ό (ΑΜ ἀπολυτικός), ή, όν) [απόλυσις] μσν. νεοελλ. ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή αρχ. μσν. 1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”